ζευγελάτης

ζευγελάτης
ζευγελάτης [ᾰ], ου, ,= ζευγηλάτης, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζευγελάτης — ζευγελάτης, ό (AM) βλ. ζευγηλάτης …   Dictionary of Greek

  • ζευγηλάτης — ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) βλ. ζευγολάτης …   Dictionary of Greek

  • ζευγολάτης — και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση τού ο τού ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”